- δημοτέρας
- δημοτέρᾱς , δημότεροςcommonfem acc plδημοτέρᾱς , δημότεροςcommonfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.